- ενοφθαλμισμός
- Η εισαγωγή στον οργανισμό κάποιου μικροβιακού παράγοντα, ο οποίος είτε υπάρχει σε κάποιον άρρωστο άνθρωπο και ζώο είτε απομονώνεται εργαστηριακά σε καθαρή καλλιέργεια. Ο ε. είναι δυνατόν να γίνει και στο ίδιο άτομο, όταν η νόσος μεταδοθεί από ένα μέρος του σώματός του σε άλλο. Η περίπτωση αυτή ονομάζεται επιστημονικά αυτοενοφθαλμισμός. Ο ε. νοσογόνου παράγοντα από άνθρωπο σε άνθρωπο προκύπτει μετά από επαφή (σύφιλη κλπ.) ή από δάγκωμα (λύσσα). Επιπλέον, γίνεται και με τεχνητό εμβολιασμό. Στα μικροβιολογικά εργαστήρια ο ε. των πειραματόζωων (κουνελιού, ινδόχοιρου, λευκού ποντικού κλπ.) είναι πολύ συνηθισμένος και πραγματοποιείται για επιστημονικές έρευνες και διαγνωστικούς σκοπούς. Βλ. λ. εμβολιασμός.
* * *ο (AM ἐνοφθαλμισμός) [ενοφθαλμίζω]εμβολιασμός, εγκεντρισμός δέντρου ή άλλου φυτούνεοελλ.η εισαγωγή στον οργανισμό ζωντανού μικροβίου ή ιού για θεραπευτικούς σκοπούςμσν.θέαμα.
Dictionary of Greek. 2013.